- στερίφωμα
- στερῐφ-ωμα, ατος, τό,A solid foundation, App.BC4.109 (pl.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στερίφωμα — ώματος, τὸ, Α [στεριφοῡμαι] στερεό θεμέλιο … Dictionary of Greek
στεριφώμασιν — στερίφωμα solid foundation neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)